δοκιμαστήριο

δοκιμαστήριο
το
ιδιαίτερος χώρος για τη δοκιμή ρούχων σε μοδίστρα, ράφτη ή κατάστημα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δοκιμαστήριο — το (Α δοκιμαστήριον) [δοκιμαστήρ] νεοελλ. ειδικός χώρος για δοκιμή (κυρίως) ενδυμάτων αρχ. μέσο για να διεξαχθεί δοκιμή ή εξέταση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”